ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ/Γιώργος
Παπανικολάου
ΛΕΝΙΝ ΥΛΙΣΜΟΣ
ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΟΚΡΙΤΙΚΙΣΜΟΣ
Το σόφισμα της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας βρίσκεται στο γεγονός ότι
θεωρεί το αίσθημα όχι σαν σύνδεσμο της συνείδησής μας με τον εξωτερικό κόσμο,
αλλά σαν φράγμα, σαν τείχος που χωρίζει τη συνείδηση απ τον εξωτερικό κόσμο,
όχι σαν εικόνα του εξωτερικού φαινομένου που αντιστοιχεί στο αίσθημα, αλλά σαν
το «μοναδικά υπάρχον».
Για τον ιδεαλισμό δεν υπάρχει αντικείμενο χωρίς υποκείμενο, ενώ
για τον υλισμό το αντικείμενο υπάρχει ανεξάρτητα απ το υποκείμενο και
αντανακλάται λίγο-πολύ σωστά στη συνείδηση του υποκειμένου.
Στη γνωσιοθεωρία όπως και σ όλες τις άλλες περιοχές της επιστήμης,
πρέπει να σκεπτόμαστε διαλεκτικά, δηλ να μη θεωρούμε τις γνώσεις μας σαν κάτιο
το έτοιμο και αμετάβλητο, αλλά να ξεδιαλύνουμε με τι τρόπο απ την άγνοια
προκύπτει η γνώση, με τι τρόπο η γνώση η όχι πλήρης κι όχι ακριβής, γίνεται
πληρέστερη και ακριβέστερη.
Το ζήτημα αν η ανθρώπινη γνώση μπορεί να κατακτήσει την εμπράγματη
αλήθεια, δεν είναι καθόλου ζήτημα θεωρίας, αλλά πρακτικό ζήτημα. Στην πράξη
πρέπει ν αποδείξει ο άνθρωπος την αλήθεια, δηλ την πραγματικότητα και τη
δύναμη, το εντεύθεν της νόησής του.
Οι αισθήσεις μας, μας δίνουν πιστές απεικονίσεις των πραγμάτων,
γνωρίζουμε αυτά τα ίδια τα πράγματα, ο εξωτερικός κόσμος επενεργεί πάνω στα
αισθητήρια όργανά μας. αυτός είναι ο υλισμός.
Η κατεύθυνση του αγνωστικιστή δεν προχωρεί πέρα απ τα αισθήματα,
σταματά εντεύθεν των φαινομένων κι αρνιέται να δει ο,τιδήποτε το «αξιόπιστο»
πέρα απ τα αισθήματα. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τίποτα το αξιόπιστο για τα ίδια
τα πράγματα αυτά.
Οι αντιλήψεις μας και οι παραστάσεις μας είναι είδωλα των
πραγμάτων. Την επαλήθευση αυτών των ειδώλων, τη διάκρισή τους σε αληθινά και
απατηλά, μας τη δίνει η πράξη.
Ο ιδεαλισμός αρχίζει μόνο απ τη στιγμή που ο φιλόσοφος υποστηρίζει
ότι τα πράγματα είναι τα αισθήματά μας, και ο καντιανισμός αρχίζει απ τη στιγμή
που ο φιλόσοφος υποστηρίζει ότι το πράγμα καθεαυτό υπάρχει, αλλά δεν μπορεί να
γνωσθεί.
Οι εκφράσεις «άμεσα δοσμένο», «έμπρακτα δοσμένο» αποτελούν μια
μασκαράτα, όπου ο αγνωστικιστής μεταμφιέζεται σε υλιστή.
Για τον υλιστή «έμπρακτα δοσμένος» είναι ο εξωτερικός κόσμος, που
εικόνα του είναι τα αισθήματά μας. για τον ιδεαλιστή «έμπρακτα δοσμένο» είναι
το αίσθημα, και ο εξωτερικός κόσμος χαρακτηρίζεται απ αυτόν «σύμπλεγμα
αισθημάτων. Για τον αγνωστικιστή «άμεσα δοσμένο» είναι επίσης το αίσθημα, ο
αγνωστικιστής όμως δεν προχωρεί πιο πέρα, ούτε προς την υλιστική αποδοχή της
πραγματικότητας του εξωτερικού κόσμου, ούτε προς την ιδεαλιστική αναγνώριση του
κόσμου σαν αισθήματός μας.
Ο Ένγκελς λέει ότι εκείνο που τον ξεχωρίζει απ τον αγνωστικιστή
δεν είναι μόνο η αμφιβολία του αγνωστικιστή για την ορθότητα των απεικονίσεων,
αλλά και οι αμφιβολίες του για το αν μπορούμε να μιλάμε για τα ίδια τα πράγματα,
αν μπορούμε να γνωρίζουμε «με βεβαιότητα» ότι υπάρχουν.
Η ενότητα του κόσμου δεν βρίσκεται στο είναι του, αν και το είναι
του αποτελεί προϋπόθεση της ενότητάς του, γιατί ο κόσμος για να μπορεί να είναι
ενιαίος πρέπει πρώτα να υπάρχει. Το είναι γενικά είναι ανοιχτό ζήτημα,
αρχίζοντας απ το σύνορο όπου τελειώνει το οπτικό μας πεδίο. Η πραγματική
ενότητα του κόσμου βρίσκεται στην υλικότητά του και η υλικότητα δεν
αποδείχνεται με μερικές ταχυδακτυλουργικές φράσεις, αλλά με μια μακρόχρονη κι
επίμονη ανάπτυξη της φιλοσοφίας και της φυσιογνωσίας.
Ο φιντεϊσμός υποστηρίζει με τρόπο κατηγορηματικό ότι υπάρχει κάτι
«έξω απ τον αισθητό κόσμο».
Τα αντικείμενα των παραστάσεών μας διαφέρουν απ τις παραστάσεις
μας, το πράγμα καθεαυτό διαφέρει απ το πράγμα για μας, γιατί το τελευταίο είναι
μόνο ένα μέρος, η μια πλευρά του πράγματος καθεαυτό, όπως ακριβώς ο ίδιος ο
άνθρωπος είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι της φύσης, η οποία αντανακλάται στις
παραστάσεις του.
Το αίσθημα είναι μια υποκειμενική εικόνα του αντικειμενικού
κόσμου.
Στην πραγματικότητα κάθε άνθρωπος παρατήρησε εκατομμύρια φορές την
απλή και ολοφάνερη μετατροπή του «πράγματος καθεαυτό» σε φαινόμενο, σε «πράγμα
για μας». αυτή ακριβώς η μετατροπή είναι η γνώση.
Ο αντικειμενικός χαρακτήρας του φυσικού κόσμου βρίσκεται στο
γεγονός ότι υπάρχει όχι για μένα προσωπικά, αλλά για «όλους» (λέει ο
εμπειριομονισμός).
Λάθος. Υπάρχει ανεξάρτητα απ «όλους».
Ο σύγχρονος φιντεϊσμός δεν απορρίπτει καθόλου την επιστήμη.
Απορρίπτει μόνο τις «υπερβολικές αξιώσεις» της επιστήμης, δηλ την αξίωσή της
για αντικειμενική αλήθεια. Αν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια (όπως φρονούν οι
υλιστές), αν οι φυσικές επιστήμες αντανακλώντας τον εξωτερικό κόσμο στην
ανθρώπινη «εμπειρία είναι οι μόνες ικανές να μας δόσουν την αντικειμενική αλήθεια,
τότε κάθε φιντεϊσμός απορρίπτεται αναμφισβήτητα. Αν όμως δεν υπάρχει
αντικειμενική αλήθεια, αν η αλήθεια (μαζί και η επιστημονική αλήθεια) είναι
απλώς η οργανώτρια μορφή της ανθρώπινης εμπειρίας, τότε αναγνωρίζεται η βασική
αρχή του παπαδίστικου σκοταδισμού, ανοίγεται η πόρτα γι αυτήν και προλειαίνεται
το έδαφος για τις «οργανώτριες μορφές» της θρησκευτικής εμπειρίας.
Και ο σολιψιστής, δηλ ο υποκειμενικός ιδεαλιστής, και ο υλιστής,
μπορούν ν αναγνωρίσουν τα αισθήματα σαν πηγή των γνώσεών μας. η πρώτη αφετηριακή
θέση του συλλογισμού της γνωσιοθεωρίας συνίσταται αναμφισβήτητα, στο ότι
μοναδική πηγή των γνώσεών μας είναι τα αισθήματα. Ο Μαχ παραδέχεται την πρώτη
αυτή θέση, αλλά μπερδεύει τη δεύτερη σπουδαία θέση τη σχετική με την
αντικειμενική πραγματικότητα, η οποία δίνεται στον άνθρωπο στα αισθήματά του, ή
αποτελεί την πηγή των αισθημάτων του. Ξεκινώντας απ τα αισθήματα, μπορείς ν
ακολουθήσεις τη γραμμή του υποκειμενισμού που οδηγεί στο σολιψισμό («τα σώματα
είναι συμπλέγματα ή συνδυασμοί αισθημάτων»), αλλά μπορείς επίσης ν ακολουθήσεις
τη γραμμή του αντικειμενισμού, που οδηγεί στον υλισμό (τα αισθήματα είναι
εικόνες των σωμάτων, του εξωτερικού κόσμου). Για την πρώτη άποψη, του
αγνωστικισμού ή προχωρώντας ακόμη πιο πέρα, του υποκειμενικού ιδεαλισμού, δεν μπορεί
να υπάρχει αντικειμενική αλήθεια. Για τη δεύτερη άποψη, δηλ του υλισμού, το
ουσιαστικό είναι η αναγνώριση της αντικειμενικής αλήθειας.
Για τον υλιστή, ο κόσμος είναι πλουσιότερος, ζωντανότερος,
ποικιλομορφότερος απ ότι φαίνεται, γιατί κάθε βήμα στην ανάπτυξη της επιστήμης
αποκαλύπτει σ αυτόν καινούργιες πλευρές αυτού του κόσμου. Για τον υλιστή τα
αισθήματά μας είναι εικόνες της μοναδικής και έσχατης αντικειμενικής
πραγματικότητας, έσχατης όχι με την έννοια ότι η πραγματικότητα αυτή έχει
γνωσθεί ως το τέλος της, αλλά με την έννοια ότι εκτός απ αυτήν δεν υπάρχει κι
ούτε μπορεί να υπάρχει άλλη.
Ρωτάμε: δίνεται ή όχι στον άνθρωπο η αντικειμενική πραγματικότητα
όταν βλέπει το κόκκινο, όταν αισθάνεται το σκληρό κλπ. Αν πιστεύετε ότι
δίνεται, χρειάζεται μια φιλοσοφική έννοια για να εκφράσει την αντικειμενική
πραγματικότητα και η έννοια αυτή είναι ακριβώς η ύλη. Η ύλη είναι φιλοσοφική
κατηγορία που χρησιμεύει για να υποδηλώνει την αντικειμενική πραγματικότητα που
έχει δοθεί στον άνθρωπο απ τα αισθήματά του, και που αντιγράφεται,
φωτογραφίζεται, απεικονίζεται απ τα αισθήματά μας, ενώ υπάρχει ανεξάρτητα απ
αυτά.
Η κυριαρχία της νόησης πραγματοποιείται σε μια σειρά ανθρώπους που
σκέφτονται εξαιρετικά ακυρίαρχα. Η γνώση που έχει απεριόριστη αξίωση ότι είναι
αληθινή, πραγματοποιείται με μια σειρά σχετικές πλάνες. Εδώ βρίσκουμε την
αντίφαση ανάμεσα στο χαρακτήρα της ανθρώπινης νόησης, που κατανάγκη νοείται σαν
απόλυτη, και στην πραγματοποίησή της στα ξεχωριστά άτομα, που νοούν μόνο
περιορισμένα. Αυτή η αντίφαση μπορεί να λυθεί μόνο σε μια σειρά διαδοχικές
γενιές της ανθρωπότητας, που για μας τουλάχιστον είναι από πρακτική άποψη,
ατελείωτη. Με την έννοια αυτή, η ανθρώπινη νόηση είναι εξίσου κυρίαρχη, όσο και
ακυρίαρχη, και η ικανότητά της για γνώση εξίσου απεριόριστη, όσο και
περιορισμένη. Είναι απόλυτα κυρίαρχη και απεριόριστη απ την άποψη της φύσης
της, του προορισμού της, της δυνατότητάς της, του ιστορικού τελικού σκοπού της.
Είναι ακυρίαρχη και περιορισμένη απ την άποψη της ξεχωριστής πραγμάτωσής της
και της κάθε φορά πραγματικότητας.
Για τον Ένγκελς απ τις σχετικές αλήθειες σχηματίζεται η απόλυτη
αλήθεια.
Η αλήθεια και η πλάνη, όπως κι όλες οι κατηγορίες της νόησης που
κινούνται σε διαμετρικές αντιθέσεις, έχουν απόλυτη ισχύ μόνο μέσα σε μια
εξαιρετικά περιορισμένη περιοχή. Μόλις αρχίσουμε να εφαρμόζουμε την αντίθεση
αλήθειας και πλάνης έξω απ τα όρια της στενής περιοχής που αναφέραμε, η
αντίθεση αυτή θα γίνει σχετική και επομένως, ακατάλληλη για έναν ακριβή
επιστημονικό τρόπο έκφρασης. Αν όμως επιχειρήσουμε να την εφαρμόσουμε έξω απ τα
όρια αυτής της περιοχής, σαν να έχει απόλυτη ισχύ, καταλήγουμε αμέσως σε πλήρη
αποτυχία. Και οι δυο πόλοι της αντίθεσης μετατρέπονται κ καθένας στο αντίθετό
του, η αλήθεια γίνεται πλάνη και η πλάνη αλήθεια.
Η ανθρώπινη νόηση είναι απ τη φύση της ικανή να μας δόσει την
απόλυτη αλήθεια, που σχηματίζεται απ το άθροισμα των σχετικών αληθειών.
Τα όρια της αλήθειας κάθε επιστημονικής θέσης είναι σχετικά, γιατί
πότε ευρύνονται, πότε στενεύουν με την παραπέρα ανάπτυξη των γνώσεων.
Για τον διαλεκτικό υλισμό δεν υπάρχουν ανυπέρβλητα όρια ανάμεσα
στη σχετική και στην απόλυτη αλήθεια.
Απ την άποψη του σύγχρονου υλισμού, δηλ του μαρξισμού, ιστορικά
εξαρτημένα είναι τα όρια της προσέγγισης των γνώσεών μας στην αντικειμενική,
την απόλυτη αλήθεια, είναι όμως έξω από όρους η ύπαρξη αυτής της αλήθειας,
είναι απόλυτο το ότι πλησιάζουμε σ αυτήν.
Κάθε ιδεολογία είναι ιστορικά εξαρτημένη, μα είναι απόλυτο το ότι
σε κάθε επιστημονική ιδεολογία (σε διάκριση λόγου χάρη απ την θρησκευτική
ιδεολογία), αντιστοιχεί η αντικειμενική αλήθεια, η απόλυτη φύση.
Ο ρελατιβισμός, σαν βάση της θεωρίας της γνώσης, δεν είναι μόνο η
αναγνώριση της σχετικότητας των γνώσεών μας, αλλά και η άρνηση ενός
οποιουδήποτε αντικειμενικού μέτρου ή προτύπου που να υπάρχει ανεξάρτητα απ την
ανθρωπότητα και στο οποίο πλησιάζει η σχετική μας γνώση.
Η διαλεκτική περιλαβαίνει το στοιχείο του ρελατιβισμού, της
άρνησης, του σκεπτικισμού, μα δεν ανάγεται στο ρελατιβισμό. Αναγνωρίζει τη
σχετικότητα όλων των γνώσεών μας, όχι με την έννοια της άρνησης της
αντικειμενικής αλήθειας, αλλά με την έννοια του ιστορικά εξαρτημένου χαρακτήρα
των ορίων προσέγγισης των γνώσεών μας σ αυτή την αλήθεια.
Ο Μπογκντάνοφ γράφει: Ο συνεπής μαρξισμός δεν επιτρέπει τέτοιο
δογματισμό και τέτοια στατική αντίληψη, όπως είναι οι αιώνιες αλήθειες». Αυτό
είναι σύγχυση. Δεν πρόκειται εδώ καθόλου ούτε για αμετάβλητη ουσία των
πραγμάτων, ούτε για αμετάβλητη συνείδηση, αλλά για την αντιστοιχία ανάμεσα στη
συνείδηση που αντανακλά τη φύση και στη φύση που αντανακλάται απ τη συνείδηση.
Δεν έχει θέση εδώ και η φαινομενική κίνηση του ήλιου γύρω απ τη
γη, γιατί στην πράξη, που μας χρησιμεύει σαν κριτήριο της γνωσιοθεωρίας, πρέπει
να συμπεριλάβουμε και την πράξη των αστρονομικών παρατηρήσεων, ανακαλύψεων κλπ.
Αυτό ακριβώς είναι το θεμελιακό λάθος του ιδεαλισμού, ότι θέτει
και λύνει το ζήτημα της αντικειμενικότητας και της υποκειμενικότητας, της
πραγματικότητας ή της μη πραγματικότητας του κόσμου μόνο από θεωρητική άποψη. Ο
Φόϋερμπαχ παίρνει υπόψη το σύνολο της ανθρώπινης πράξης και το κάνει θεμέλιο
της θεωρίας της γνώσης.
Η άποψη της ζωής, της πράξης, πρέπει να είναι η πρώτη και η βασική
άποψη της γνωσιοθεωρίας.
Το κριτήριο της πράξης δεν μπορεί ποτέ να επιβεβαιώσει ή ν
αναιρέσει πέρα για πέρα μια οποιαδήποτε ανθρώπινη αντίληψη. Κι αυτό επίσης το
κριτήριο είναι τόσο «απροσδιόριστο», ώστε να μην επιτρέπει στις γνώσεις του
ανθρώπου να μετατραπούν σε «απόλυτο» και ταυτόχρονα τόσο προσδιορισμένο, ώστε
να μπορεί κανείς να διεξάγει ανελέητο αγώνα ενάντια σ όλες τις παραλλαγές του ιδεαλισμού
και του αγνωστικισμού.
Ακολουθώντας το δρόμο της
θεωρίας του Μάρξ, θα προσεγγίζουμε την αντικειμενική αλήθεια όλοένα και
περισσότερο (χωρίς ποτέ να την εξαντλήσουμε), ενώ αν ακολουθήσουμε έναν
οποιονδήποτε άλλο δρόμο, δεν μπορούμε να καταλήξουμε πουθενά αλλού, παρά μόνο
στη σύγχυση και το ψέμα.
Τι σημαίνει δίνω ορισμό; Σημαίνει πριν απ όλα ότι υπάγω μια
δοσμένη έννοια σε μια άλλη, πιο πλατιά.
Στη φιλοσοφία υπάρχει η υλιστική και η ιδεαλιστική γραμμή και
ανάμεσά τους διάφορες αποχρώσεις του αγνωστικισμού.
Βέβαια και η αντίθεση ύλης και συνείδησης έχει απόλυτη σημασία
μόνο μέσα στα όρια μιας πολύ περιορισμένης περιοχής: στην προκειμένη περίπτωση,
αποκλειστικά μέσα στα όρια του βασικού γνωσιολογικού προβλήματος: ποιο πρέπει
να θεωρηθεί πρωτεύον και ποιο δευτερεύον. Έξω απ αυτά τα όρια, η σχετικότητα
της δοσμένης αντίθεσης, είναι αναμφισβήτητη.
Η λέξη «εμπειρία» που πάνω σ αυτή χτίζουν τα συστήματά τους οι
μαχιστές, χρησίμευε από πολύ παλιά σαν προκάλυμμα για τα ιδεαλιστικά συστήματα
και σήμερα χρησιμεύει στον Αβενάριους και Σία για να περνούν κατά τρόπο
εκλεκτικό από την ιδεαλιστική θέση στον υλισμό και αντίστροφα. Οι διάφοροι
«ορισμοί» αυτής της έννοιας, εκφράζουν απλώς τις δυο βασικές κατευθύνσεις της
φιλοσοφίας.
Αιτία και αποτέλεσμα είναι έννοιες που δεν έχουν ισχύ σαν τέτοιες,
παρά μόνο κατά την εφαρμογή τους στη συγκεκριμένη μεμονωμένη περίπτωση. Μόλις
όμως θεωρήσουμε αυτή τη μεμονωμένη περίπτωση στη γενική αλληλουχία της με το
σύνολο του κόσμου, οι έννοιες αυτές συγκλίνουν η μια προς την άλλη και
συνυφαίνονται μέσα στην έννοια της καθολικής αλληλεπίδρασης, όπου αιτίες και
αποτελέσματα εναλλάσσουν συνεχώς τις θέσεις τους. Εκείνο που εδώ ή τώρα είναι
αιτία, μετατρέπεται εκεί ή τότε, σε αποτέλεσμα και αντίστροφα. Συνεπώς, η
ανθρώπινη αντίληψη της αιτίας και του αποτελέσματος, πάντα απλουστεύει κάπως
την αντικειμενική αλληλουχία των φαινομένων της φύσης, αντανακλώντας την μόνο
κατά προσέγγιση, απομονώνοντας τεχνητά τούτες ή τις άλλες πλευρές του ενός
ενιαίου παγκόσμιου προτσές.
Οι γενικοί νόμοι της κίνησης τόσο του εξωτερικού κόσμου, όσο και
της ανθρώπινης νόησης, αποτελούν δυο κατηγορίες νόμων που είναι στην ουσία
ταυτόσημοι, αλλά διαφέρουν στην έκφρασή τους μόνο στο βαθμό που το ανθρώπινο
μυαλό μπορεί να τους εφαρμόζει συνειδητά, ενώ στη φύση, και ως τα τώρα στο
μεγαλύτερό τους μέρος και στην ανθρώπινη ιστορία, διανοίγουν το δρόμο τους
ασύνειδα, με τη μορφή της εξωτερικής αναγκαιότητας, μέσα από μια ατέλειωτη
σειρά φαινομενικών συμπτώσεων.
Το πραγματικά σπουδαίο γνωσιολογικό πρόβλημα που χωρίζει τα
φιλοσοφικά ρεύματα, δεν είναι να μάθουμε ποιος είναι ο βαθμός ακρίβειας που
επιτεύχθηκε απ τις περιγραφές μας των αιτιακών σχέσεων και το αν οι περιγραφές
αυτές μπορούν ή όχι να εκφραστούν με ένα ακριβή μαθηματικό τύπο, αλλά αν η πηγή
της γνώσης μας αυτών των σχέσεων είναι η αντικειμενική νομοτέλεια της φύσης ή
οι ιδιότητες του νου μας, η έμφυτη ικανότητά του να γνωρίζει ορισμένες
απριορικές αλήθειες κλπ.
Η ιδεαλιστική φιλοσοφία φοβάται ν αναγνωρίσει τη γνωστική
ικανότητα του ανθρώπου σαν μια απλή αντανάκλαση της φύσης.
Η ιδέα πως η γνώση μπορεί τάχα να «δημιουργήσει» καθολικές μορφές,
ν αντικαταστήσει το αρχικό χάος με την τάξη κλπ, είναι ιδέα της ιδεαλιστικής
φιλοσοφίας. Ο κόσμος είναι η νομοτελειακή κίνηση της ύλης και η γνώση μας,
όντας ανώτατο προϊόν της φύσης, είναι σε θέση μόνο ν αντανακλά αυτή τη
νομοτέλεια.
Η πραγματική ενότητα του κόσμου συνίσταται στην υλικότητά του, και
η υλικότητα αυτή δεν αποδείχνεται με μερικές ταχυδακτυλουργικές φράσεις, αλλά
με μια μακρόχρονη και επίπονη εξέλιξη της φιλοσοφίας και της φυσιογνωσίας.
Ο υλισμός οφείλει αναπόφευκτα ν αναγνωρίσει και την αντικειμενική
πραγματικότητα του χρόνου και του χώρου.
Ο χώρος και ο χρόνος, γράφει ο Φόϋερμπαχ, δεν είναι απλές μορφές
των φαινομένων, αλλά ουσιαστικοί όροι του είναι.
Ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι απλές μορφές φαινομένων, αλλά
αντικειμενικά πραγματικές μορφές του είναι.
Οι βασικές μορφές του κάθε είναι, είναι ο χώρος και ο χρόνος. Το
είναι έξω απ το χρόνο είναι τόσο μεγάλος παραλογισμός, όσο και το είναι έξω απ
το χώρο.
Ο Μπαζάροφ μπέρδεψε τη μεταβλητότητα των ανθρώπινων εννοιών για το
χρόνο και το χώρο, τον αποκλειστικά σχετικό χαρακτήρα τους, με το αμετάβλητο
του γεγονότος, ότι ο άνθρωπος και η φύση υπάρχουν μόνο σε χώρο και χρόνο.
Η «εμπειρία» μας και η γνώση μας προσαρμόζονται όλο και
περισσότερο στον αντικειμενικό χώρο και χρόνο, αντανακλώντας τους όλο και πιο
σωστά και πιο βαθιά.
Η ελευθερία είναι η γνώση της αναγκαιότητας. Τυφλή είναι η
αναγκαιότητα μόνο εφόσον δεν έχει κατανοηθεί. Η ελευθερία δεν έγκειται στη
φανταστική ανεξαρτησία απ τους νόμους της φύσης, αλλά στη γνώση αυτών των νόμων
και στη δυνατότητα που προσφέρει αυτή η γνώση να τους κάνουμε να δρουν
σχεδιασμένα για καθορισμένους σκοπούς.
Η ελευθερία συνίσταται στη βασισμένη στη γνώση των αναγκαιοτήτων
της φύσης κυριαρχία πάνω σ εμάς τους ίδιους και πάνω στην εξωτερική φύση.
Η αναγκαιότητα της φύσης είναι το πρωτεύον, ενώ η βούληση και η
συνείδηση του ανθρώπου είναι το δευτερεύον. Η βούληση και η συνείδηση του
ανθρώπου είναι υποχρεωμένες να προσαρμόζονται στην αναγκαιότητα της φύσης.
Ο Ένγκελς δέχεται την ύπαρξη μιας αναγκαιότητας που δεν είναι
γνωσμένη απ τον άνθρωπο.
Ο κόσμος και οι νόμοι του είναι εντελώς γνώσιμοι για τον άνθρωπο,
αλλά ποτέ δεν μπορούν να γνωσθούν απ αυτόν ως το τέλος.
Στον Ένγκελς ολόκληρη η ζωντανή ανθρώπινη πράξη εισορμά στην ίδια
τη θεωρία της γνώσης και προσφέρει το αντικειμενικό κριτήριο της αλήθειας.
Για τον υλιστή είναι τελείως περιττή η διάκριση ανάμεσα στις a priori γνώσεις και στο
«πράγμα καθεαυτό»: αυτός δεν διακόπτει πουθενά τη συνέχεια της φύσης, δεν
θεωρεί την ύλη και το πνεύμα σαν δυο διαφορετικά στη βάση τους πράγματα, παρά
μόνο σαν δυο πλευρές ενός και του ίδιου πράγματος.
Το να νομίζει κανείς ότι ο
φιλοσοφικός ιδεαλισμός εξαφανίζεται με την αντικατάσταση της συνείδησης του
ατόμου απ την συνείδηση της ανθρωπότητας, ή με την αντικατάσταση της εμπειρίας
ενός προσώπου απ την κοινωνικά οργανωμένη εμπειρία, είναι το ίδιο σαν να
νομίζει ότι εξαφανίζεται ο καπιταλισμός, επειδή ένας καπιταλιστής
αντικαθίσταται από μια μετοχική εταιρεία.
Είναι αναμφισβήτητο ότι η εικόνα δεν μπορεί ποτέ να είναι
πανομοιότυπη με το μοντέλο. Άλλο όμως πράγμα είναι η εικόνα και άλλο το
σύμβολο, το συμβολικό σημείο. Η εικόνα προϋποθέτει αναγκαία και αναπόφευκτα την
αντικειμενική πραγματικότητα εκείνου που «απεικονίζεται». Το «συμβατικό
σημείο», το σύμβολο, το ιερογλυφικό, είναι έννοιες που εισάγουν ένα εντελώς
άχρηστο στοιχείο αγνωστικισμού.
Δεν τους κακίζει (ο Ένγκελς τους Μπίχνερ και Σια) για τον υλισμό
τους, όπως νομίζουν οι αγράμματοι, αλλά γιατί δεν προωθούσαν τον υλισμό και
«ούτε καν έβαζαν στο νου τους ν αναπτύξουν παραπέρα τη θεωρία» του υλισμού.
Ο Ένγκελς απαριθμεί τους τρεις βασικούς περιορισμούς των γάλλων
υλιστών του 18ου αιώνα, απ τους οποίους είχαν απαλλαχτεί ο Μάρξ και
ο Ένγκελς:
Εφάρμοζαν αποκλειστικά την κλίμακα της μηχανικής στα προτσές της
χημικής και οργανικής φύσης.
Η μεταφυσικότητα των απόψεων των παλιών υλιστών, με την έννοια της
«αντιδιαλεκτικότητας της φιλοσοφίας τους».
Η διατήρηση του ιδεαλισμού «επάνω», δηλ στον τομέα των κοινωνικών
επιστημών, η μη κατανόηση του ιστορικού υλισμού.
Ο Ένγκελς έκανε κριτική στον Ντύρινγκ για τις ασυνέπειες του
υλισμού του, για τις ιδεαλιστικές φαντασιοπληξίες του που άφηναν μια πορτίτσα
για το φιντεϊσμό.
Ο Μάρξ και ο Ένγκελς καθώς και ο Ντίτσγκεν πρόβαλαν στη φιλοσοφική
κονίστρα τότε που βασίλευε ο υλισμός στην πρωτοπόρα διανόηση γενικά και στους
εργατικούς κύκλους ειδικότερα. Γι αυτό ήταν πολύ φυσικό ότι ο Μάρξ και ο
Ένγκελς όλη τους την προσοχή δεν την έστρεψαν στην επανάληψη του παλιού, αλλά
σε μια σοβαρή θεωρητική ανάπτυξη του υλισμού, στην εφαρμογή του στην ιστορία,
δηλ στην αποπεράτωση του οικοδομήματος της υλιστικής φιλοσοφίας ως την κορυφή
του. Είναι φυσικότατο ότι στον τομέα της γνωσιολογίας περιορίζονταν στη
διόρθωση των λαθών του Φόϋερμπαχ, στο χλευασμό των κοινοτοπιών του υλιστή
Ντύρινγκ, στην υπογράμμιση εκείνου που έλειπε ιδιαίτερα απ αυτούς τους πιο
γνωστούς και πιο δημοφιλείς μέσα στους εργατικούς κύκλους συγγραφείς, δηλ της
διαλεκτικής. Ο Μάρξ, ο Ένγκελς και ο Ντίτσγκεν δεν ανησυχούσαν για τις
στοιχειώδεις αλήθειες του υλισμού, που τις διαλαλούσαν οι πλανόδιοι κήρυκες σε
δεκάδες εκδόσεις, αλλά έστρεφαν όλη την προσοχή τους στο να μην εκχυδαϊζονται
οι στοιχειώδεις αυτές αλήθειες, να μην απλουστεύονται υπερβολικά, να μην
οδηγούν στην αποτελμάτωση της σκέψης («υλισμός κάτω, ιδεαλισμός πάνω»), στη
λησμονιά του πολύτιμου καρπού των ιδεαλιστικών συστημάτων, της διαλεκτικής του
Χέγκελ, αυτού του κόκκου μαργαριταριού, που τα κοκόρια σαν τους Μπύχνερ,
Ντύριγκ και Σια δεν ήξεραν να ξεχωρίσουν απ το σωρό κοπριάς του απόλυτου
ιδεαλισμού.
Περισσότερο φρόντιζαν (ο Ένγκελς και ο Ντίτσγκεν) να διαχωρίζουν
τον εαυτό τους απ την εκχυδάϊση των στοιχειωδών αληθειών του υλισμού, παρά να
υπερασπίζουν αυτές τις ίδιες τις αλήθειες. Επίσης ο Μάρξ και ο Ένγκελς
περισσότερο φρόντιζαν να διαχωρίζουν τον εαυτό τους απ την εκχυδάϊση των
βασικών αιτημάτων της πολιτικής δημοκρατίας, παρά να υποστηρίζουν τα ίδια αυτά
αιτήματα.
Ότι και η σκέψη και η ύλη είναι «πραγματικές», δηλ υπάρχουν, αυτό
είναι σωστό. Το να ονομάζει όμως κανείς τη σκέψη υλική, σημαίνει ότι κάνει
λαθεμένο βήμα, συγχέοντας τον υλισμό με τον ιδεαλισμό.
Και η διαφορά ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα είναι σχετική και όχι
υπέρμετρη.
Ο παλιός υλισμός δεν μπορούσε να ερευνήσει επιστημονικά τις ιδέες
(με τη βοήθεια του ιστορικού υλισμού).
Το ότι στην έννοια της ύλης πρέπει να συμπεριληφθούν και οι
σκέψεις, είναι σύγχυση, γιατί αν γίνει ένα τέτοιο πράγμα, τότε χάνει κάθε νόημα
η γνωσιολογική αντιπαράθεση της ύλης στο πνεύμα, του υλισμού στον ιδεαλισμό.
Ότι αυτή η αντιπαράθεση δεν πρέπει να είναι «υπέρμετρη», μεγαλοποιημένη,
μεταφυσική, είναι αδιαφιλονίκητο. Τα όρια της απόλυτης αναγκαιότητας και της
απόλυτης αληθινότητας αυτής της σχετικής αντιπαράθεσης είναι ακριβώς εκείνα που
καθορίζουν την κατεύθυνση των γνωσιολογικών ερευνών. Το να πραγματεύεται κανείς
πέρα απ αυτά τα όρια την αντίθεση ύλης και πνεύματος, φυσικού και ψυχικού σαν
απόλυτη αντίθεση, θα ήταν τεράστιο λάθος.
Ο Μάρξ επανειλημμένα ονόμαζε την κοσμοθεωρία του διαλεκτικό υλισμό
και το «Αντιντύρινγκ» του Ένγκελς, που ο Μάρξ το είχε διαβάσει ολόκληρο στο
χειρόγραφο, εκθέτει ακριβώς αυτή την κοσμοαντίληψη.
Ο Ένγκελς λέει ξεκάθαρα ότι με κάθε ανακάλυψη που αφήνει εποχή,
ακόμη και στη σφαίρα των φυσικών επιστημών (για να μη μιλήσουμε πια για την
ιστορία της ανθρωπότητας), ο υλισμός είναι υποχρεωμένος ν αλλάξει τη μορφή του.
Συνεπώς, μια αναθεώρηση της «μορφής» του υλισμού του Ένγκελς, μια
αναθεώρηση των φυσικο-φιλοσοφικών του θέσεων, όχι μόνο δεν κλείνει μέσα της
τίποτε το «αναθεωρητικό», με την καθιερωμένη έννοια της λέξης, μα αντίθετα,
επιβάλλεται επιτακτικά απ το μαρξισμό.
Εμείς δεν κακίζουμε καθόλου τους μαχιστές για μια τέτοια
αναθεώρηση, αλλά για την καθαρά αναθεωρητική μέθοδό τους που συνίσταται στο ν
αλλάζουν την ουσία του υλισμού με το πρόσχημα της κριτικής της μορφής του.
Δεν σκεφτόμαστε καθόλου να θίξουμε τις ειδικές θεωρίες της
φυσικής. Μας ενδιαφέρουν αποκλειστικά τα γνωσιολογικά πορίσματα από μερικές
καθορισμένες θέσεις και πασίγνωστες ανακαλύψεις.
Ο υλισμός και ο ιδεαλισμός διαφέρουν στις λύσεις που δίνουν στο
πρόβλημα της πηγής της γνώσης μας, της σχέσης της γνώσης (και γενικά του
«ψυχικού») προς το φυσικό κόσμο, ενώ το ζήτημα της δομής της ύλης, των ατόμων
και των ηλεκτρονίων, είναι ζήτημα που αφορά μόνο αυτό το «φυσικό κόσμο».
«Η ύλη εξαφανίζεται» σημαίνει ότι εξαφανίζεται το όριο εκείνο
μέχρι το οποίο γνωρίζαμε ως τώρα την ύλη, ότι η γνώση μας προχωρεί βαθύτερα.
Εξαφανίζονται οι ιδιότητες της ύλης που προηγούμενα μας φαίνονταν απόλυτες,
αμετάβλητες, πρωταρχικές (το αδιαχώρητο, η αδράνεια, η μάζα κλπ) και πού τώρα
αποκαλύπτονται σαν σχετικές, χαρακτηριστικές μόνο για ορισμένες καταστάσεις της
ύλης. Γιατί η μοναδική «ιδιότητα» της ύλης που με την αναγνώρισή της συνδέεται
ο φιλοσοφικός υλισμός, είναι η ιδιότητα να είναι αντικειμενική πραγματικότητα,
να υπάρχει έξω απ τη συνείδησή μας.
Η έννοια της ύλης δεν σημαίνει γνωσιολογικά τίποτε άλλο, παρά
τούτο δω: αντικειμενική πραγματικότητα που υπάρχει ανεξάρτητα απ την ανθρώπινη
συνείδηση και αντανακλάται απ αυτήν.
Η αναγνώριση οποιωνδήποτε αμετάβλητων στοιχείων, μιας «αμετάβλητης
ουσίας των πραγμάτων» κλπ, δεν είναι υλισμός, αλλά μεταφυσικός, δηλ
αντιδιαλεκτικός υλισμός.
Γι αυτό ο Ντίτσγκεν τόνιζε ότι το «αντικείμενο της επιστήμης είναι
άπειρο», ότι απροσμέτρητο, αγνώσιμο ως το τέλος, ανεξάντλητο, δεν είναι μόνο το
άπειρο, αλλά και το «πιο μικρό άτομο», γιατί «η φύση σε όλα της τα μέρη είναι
χωρίς αρχή και χωρίς τέλος».
Απ την άποψη του Ένγκελς το μόνο αμετάβλητο είναι η αντανάκλαση απ
την ανθρώπινη συνείδηση (όταν υπάρχει ανθρώπινη συνείδηση), του εξωτερικού
κόσμου που υπάρχει και αναπτύσσεται ανεξάρτητα απ αυτήν.
Η «ουσία» των πραγμάτων ή η «υπόσταση» είναι επίσης σχετικές,
εκφράζουν μόνο το βάθαιμα της ανθρώπινης γνώσης των αντικειμένων.
Αυτή η μοναδικά κατηγορηματική, η μοναδικά απόλυτη παραδοχή της
ύπαρξης (της φύσης) έξω απ την συνείδηση και το αίσθημα του ανθρώπου, είναι
εκείνο που ξεχωρίζει το διαλεκτικό υλισμό απ το ρελατιβιστικό αγνωστικισμό και
τον ιδεαλισμό.
Η μηχανική ήταν έκτυπο πραγματικών κινήσεων μικρής ταχύτητας, ενώ
η νέα φυσική είναι έκτυπο πραγματικών κινήσεων που συντελούνται με ιλιγγιώδεις
ταχύτητες. Ο υλισμός συνίσταται στην αναγνώριση ότι η θεωρία αποτελεί έκτυπο,
κατά προσέγγιση αντίγραφο της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Κίνηση χωρίς ύλη είναι αδιανόητη (Ένγκελς).
Η θεμελιακή διάκριση του υλιστή απ τον οπαδό της ιδεαλιστικής
φιλοσοφίας, συνίσταται στο ότι ο υλιστής θεωρεί το αίσθημα, την αντίληψη, την
παράσταση και γενικά τη συνείδηση του ανθρώπου, είδωλο της αντικειμενικής
πραγματικότητας. Ο κόσμος είναι κίνηση αυτής της αντικειμενικής
πραγματικότητας, που αντανακλά η συνείδησή μας. Στην κίνηση των παραστάσεων,
των αντιλήψεων κλπ αντιστοιχεί η κίνηση της έξω από μένα, ύλης. Η έννοια της
ύλης δεν εκφράζει τίποτε άλλο, παρά την αντικειμενική πραγματικότητα που μας
είναι δοσμένη στην αίσθηση. Γι αυτό η απόσπαση της κίνησης απ την ύλη
ισοδυναμεί με την απόσπαση της νόησης απ την αντικειμενική πραγματικότητα, με
την απόσπαση των αισθημάτων μου απ τον εξωτερικό κόσμο, δηλ ισοδυναμεί με
πέρασμα στον ιδεαλισμό.
Ουσιαστικό είναι ότι η απόπειρα να νοηθεί κίνηση χωρίς ύλη,
εισάγει λαθραία τη σκέψη αποσπασμένη απ την ύλη, και αυτό ακριβώς είναι
φιλοσοφικός ιδεαλισμός.
Ο ιδεαλιστής μπορεί να θεωρεί τον κόσμο κίνηση των αισθημάτων μας
(έστω και «οργανωμένων κοινωνικά» και «εναρμονισμένων» στον ανώτατο βαθμό). Ο
υλιστής θεωρεί τον κόσμο κίνηση της αντικειμενικής πηγής ή του αντικειμενικού
προτύπου των αισθημάτων μας. Ο μεταφυσικός, δηλ ο αντιδιαλεκτικός υλιστής
μπορεί να δέχεται την ύπαρξη της ύλης (έστω και προσωρινά, πριν από την «πρώτη
ώθηση» κλπ) χωρίς κίνηση. Ο διαλεκτικός υλιστής όχι μόνο θεωρεί την κίνηση
αξεχώριστη ιδιότητα της ύλης, αλλά και απορρίπτει την απλουστευμένη άποψη για
την κίνηση κλπ.
Το ν απομακρύνει κανείς νοερά απ τη «φύση» την ύλη σαν
«υποκείμενο», σημαίνει ότι δέχεται σιωπηρά τη σκέψη σαν «υποκείμενο» (δηλ σαν
κάτι πρωτεύον, αφετηριακό, ανεξάρτητο απ την ύλη) στη φιλοσοφία. Εκείνο που
απομακρύνεται δεν είναι το υποκείμενο, αλλά η αντικειμενική πηγή του
αισθήματος, και «υποκείμενο» γίνεται το αίσθημα.
Ο σύγχρονος καλλιεργημένος φιντεϊσμός δεν σκέπτεται καν ν
απαιτήσει τίποτε περισσότερο απ το ν ανακηρυχτούν οι έννοιες της φυσιογνωσίας
«υποθέσεις εργασίας». Σας χαρίζουμε την επιστήμη, κ.κ. φυσιοδίφες, αφήστε μας
τη γνωσιολογία, τη φιλοσοφία.
Ο κόσμος είναι κινούμενη ύλη, και τους νόμους της κίνησης αυτής
της ύλης τους αντανακλά η μηχανική στις περιπτώσεις αργών κινήσεων και η
ηλεκτρομαγνητική θεωρία, στις περιπτώσεις γρήγορων κινήσεων.
Το φθαρτό του ατόμου, το ανεξάντλητό του, η μεταβλητότητα όλων των
μορφών της ύλης και της κίνησής της ήταν πάντα το στήριγμα του διαλεκτικού
υλισμού. Όλα τα όρια στη φύση είναι συμβατικά, σχετικά, κινητά και εκφράζουν
την προσέγγιση του νου μας προς τη γνώση της ύλης, αυτό όμως δεν αποδείχνει
καθόλου πως η φύση, η ίδια η ύλη, είναι σύμβολο, συμβατικό σημείο, δηλ προϊόν
του νου μας.
Ο Πουανκαρέ επικαλείται το κριτήριο της πράξης, Αλλά έτσι
μετατοπίζει απλώς το πρόβλημα, χωρίς να το λύνει, γιατί το κριτήριο αυτό μπορεί
να ερμηνευτεί και με υποκειμενική και με αντικειμενική έννοια.
Το βασικό γνώρισμα του υλισμού είναι ότι ξεκινάει απ την
αντικειμενικότητα της επιστήμης, απ την παραδοχή της αντικειμενικής
πραγματικότητας που αντανακλάται απ την επιστήμη, ενώ ο ιδεαλισμός έχει ανάγκη
από «πλάγιους δρόμους» για να «συναγάγει» την αντικειμενικότητα με τον ένα ή τον
άλλο τρόπο απ το πνεύμα, απ τη συνείδηση, απ το «ψυχικό».
Η κοινωνική συνείδηση αντανακλά το κοινωνικό είναι, να σε τι
συνίσταται η διδασκαλία του Μάρξ. Η αντανάκλαση μπορεί να είναι κατά προσέγγιση
πιστό αντίγραφο του αντικειμένου που αντανακλάται, αλλά είναι παράλογο να
μιλάει κανείς εδώ για ταυτότητα. Η θεωρία της ταυτότητας κοινωνικού είναι και
κοινωνικής συνείδησης είναι ένας καθαρός παραλογισμός, είναι μια απόλυτα
αντιδραστική θεωρία.
Ούτε 70 Μάρξ δεν θα μπορούσαν να συλλάβουν το σύνολο όλων αυτών
των αλλαγών, με όλα τα παρακλάδια τους στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία.
Το σπουδαιότερο είναι ότι ανακαλύφθηκαν οι νόμοι αυτών των αλλαγών,
καταδείχθηκε στις κύριες και βασικές γραμμές η αντικειμενική λογική αυτών των
αλλαγών και της ιστορικής τους εξέλιξης. Το ύψιστο καθήκον της ανθρωπότητας
είναι να συλλάβει αυτή την αντικειμενική λογική της οικονομικής εξέλιξης
(εξέλιξης του κοινωνικού είναι), στα γενικά και κύρια χαρακτηριστικά της, για
να προσαρμόσει σ αυτήν όσο το δυνατόν πιο ακριβολογημένα, πιο ξεκάθαρα και πιο
κριτικά, την κοινωνική της συνείδηση και τη συνείδηση των πρωτοπόρων τάξεων
όλων των καπιταλιστικών χωρών».
Ο Μάρξ και ο Ένγκελς έστρεψαν τη μεγαλύτερη προσοχή τους στην
αποπεράτωση του οικοδομήματος της φιλοσοφίας του υλισμού ως τα πάνω, δηλ όχι
στην υλιστική γνωσιολογία, αλλά στην υλιστική αντίληψη της ιστορίας. Στα έργα
τους ο Μάρξ και ο Ένγκελς υπογράμμιζαν περισσότερο το ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟ υλισμό, παρά
το διαλεκτικό ΥΛΙΣΜΟ, επέμεναν περισσότερο στον ΙΣΤΟΡΙΚΟ υλισμό, παρά στον
ιστορικό ΥΛΙΣΜΟ.
Οι μαχιστές μας δεν κατάλαβαν το μαρξισμό, γιατί τους έλαχε να τον
αντικρίσουν μπορεί να πει κανείς, από άλλη πλευρά, και αφομοίωσαν και κάποτε
όχι τόσο αφομοίωσαν, όσο αποστήθισαν, την οικονομική και ιστορική θεωρία του
Μάρξ, χωρίς να κατανοήσουν τις βάσεις της, δηλ το φιλοσοφικό υλισμό.
Στον Μπογκντάνοφ «πάνω» είναι ο ιστορικός υλισμός, αγοραίος,
αλήθεια, και πολύ νοθευμένος απ τον ιδεαλισμό, και «κάτω» είναι ο ιδεαλισμός,
μεταμφιεσμένος με μαρξιστική ορολογία, παραποιημένος με μαρξιστικές λεξούλες. «Κοινωνικά
οργανωμένη εμπειρία», «συλλογικό προτσές εργασίας», όλα αυτά είναι λέξεις
μαρξιστικές, ωστόσο είναι μόνο λέξεις που κρύβουν μια ιδεαλιστική φιλοσοφία.
Όλο και πιο ραφιναρισμένη πλαστογράφιση του μαρξισμού, όλο και πιο
ραφιναρισμένες μεταμφιέσεις των αντιϋλιστικών θεωριών με στολή μαρξιστική, να
τι χαρακτηρίζει το σύγχρονο αναθεωρητισμό και στην πολιτική οικονομία, και στα
ζητήματα της τακτικής, και στη φιλοσοφία γενικά, τόσο στη γνωσιολογία, όσο και
στην κοινωνιολογία.
Όταν πρόκειται για φιλοσοφία δεν πρέπει να πιστεύουμε ούτε λέξη
κανενός απ αυτούς τους καθηγητές, που είναι ικανοί να προσφέρουν τις πιο
πολύτιμες εργασίες στους ειδικούς τομείς της χημείας, της ιστορίας ή της
φυσικής. Γιατί; Για τον ίδιο λόγο που όταν πρόκειται για τη γενική θεωρία της
πολιτικής οικονομίας, δεν πρέπει να πιστεύουμε ούτε λέξη κανενός καθηγητή της
πολιτικής οικονομίας, ικανού να προσφέρει τις πιο πολύτιμες εργασίες στον τομέα
των πραγματικών, των ειδικών ερευνών. Για το λόγο ότι στη σύγχρονη κοινωνία η
γενική θεωρία της πολιτικής οικονομίας είναι το ίδιο κομματική επιστήμη, όπως
και η γνωσιολογία. Γενικά οι καθηγητές-οικονομολόγοι δεν είναι παρά μορφωμένοι
υπάλληλοι της τάξης των καπιταλιστών, και οι καθηγητές της φιλοσοφίας
μορφωμένοι υπάλληλοι των θεολόγων.
Το καθήκον των μαρξιστών και στη μια και στην άλλη περίπτωση,
είναι να ξέρουν να αφομοιώνουν και να μεταπλάθουν τις κατακτήσεις που
πραγματοποιούν αυτοί οι «υπάλληλοι» (δεν θα κάνετε λογουχάρη ούτε βήμα στον
τομέα της μελέτης των νέων οικονομικών φαινομένων, αν δεν χρησιιμοποιήσετε τις
εργασίες αυτών των υπαλλήλων), να ξέρουν να εξουδετερώνουν την αντιδραστική
τάση των τελευταίων, να ξέρουν να εφαρμόζουν τη δική τους γραμμή και να
πολεμούν ολόκληρη την παράταξη των εχθρικών σε μας δυνάμεων και τάξεων.
Μια κι αρνιέστε την αντικειμενική πραγματικότητα που μας είναι
δοσμένη στο αίσθημα, έχετε κιόλας αφοπλιστεί ολοκληρωτικά απέναντι στο
φιντεϊσμό, γιατί κατρακυλήσατε κιόλας στον αγνωστικισμό ή στον υποκειμενισμό.
Αν ο αισθητός κόσμος είναι αντικειμενική πραγματικότητα, κλείνεται
η πόρτα σε κάθε άλλη «πραγματικότητα» ή δήθεν
πραγματικότητα.
Αν οι φυσικές επιστήμες δεν μας απεικονίζουν στις θεωρίες τους την
αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά μόνο μεταφορές, σύμβολα, μορφές της
ανθρώπινης εμπειρίας κλπ, είναι εντελώς αδιαμφισβήτητο ότι η ανθρωπότητα έχει
το δικαίωμα να δημιουργήσει για τον εαυτό της σε μια άλλη περιοχή, όχι λιγότερο
«πραγματικές έννοιες», όπως του θεού κλπ.
Η νεότερη φιλοσοφία είναι το ίδιο κομματική, όπως και πριν από δυο
χιλιάδες χρόνια, τα αγωνιζόμενα κόμματα είναι στην ουσία ο υλισμός και ο
ιδεαλισμός.
Ο τελευταίος είναι μόνο μια εκλεπτυσμένη ραφιναρισμένη μορφή του φιντεϊσμού, που στέκει
πάνοπλος, διαθέτει τεράστιες οργανώσεις και εξακολουθεί σταθερά να επηρεάζει
τις μάζες, εκμεταλλευόμενος προς όφελός του και την παραμικρότερη
αμφιταλάντευση της φιλοσοφικής σκέψης.